- λοίτη
- λοίτη (Α)(κατά τον Ησύχ.) «τάφος».[ΕΤΥΜΟΛ. Αβέβαιης ετυμολ. Συνδέεται πιθ. με το γοτθ. (af)-leipan «αναχωρώ», το αρχ. άνω γερμ. lidan «αναχωρώ», τα αρχ. νορβηγικά leiδa «οδηγώ, ενταφιάζω» και leiδi «τάφος», ίσως δε και με το αβεστ. raēθ- «φεύγω, πεθαίνω»].
Dictionary of Greek. 2013.